φιλόθερμος

φιλόθερμος
-η, -ο
1. αυτός που αγαπάει τη θερμότητα, θερμόφιλος.
2. αυτός που ευδοκιμεί σε θερμό περιβάλλον, σε θερμή ατμόσφαιρα: Φιλόθερμα μικρόβια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φιλόθερμος — η, ο / φιλόθερμος, ον, ΝΑ αυτός που τού αρέσει η θερμότητα, η ζέστη νεοελλ. αυτός που ευδοκιμεί ή αναπτύσσεται σε θερμό περιβάλλον («φιλόθερμα φυτά» β. «φιλόθερμοι μύκητες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + θερμός (πρβλ. ομοιό θερμος)] …   Dictionary of Greek

  • θερμός — Είδος δοχείου που αποσκοπεί στη διατήρηση της θερμοκρασίας των τροφών ή των υγρών που περιέχει. Αποτελείται από ένα γυάλινο δοχείο με διπλά τοιχώματα, ανάμεσα στα οποία δημιουργείται κενό αέρα, και από ένα προστατευτικό κάλυμμα που το περιβάλλει …   Dictionary of Greek

  • φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”