- φιλόθερμος
- -η, -ο1. αυτός που αγαπάει τη θερμότητα, θερμόφιλος.2. αυτός που ευδοκιμεί σε θερμό περιβάλλον, σε θερμή ατμόσφαιρα: Φιλόθερμα μικρόβια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.